- άπιαστος
- -η, -ο (Μ ἄπιαστος, -ον)αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να πιαστεί, ο ασύλληπτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπίαστος — not to be caught masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπιαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν πιάστηκε, ασύλληπτος: Ο κλέφτης είναι ακόμη άπιαστος. 2. αχρησιμοποίητος: Τα βιβλία φαίνονταν πως ήταν άπιαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άναπτος — (I) και άναφτος, η, ο (Α ἄναπτος, ον) ο μη αναμμένος, ανάναφτος. (II) ἄναπτος, ον (Α) [ἅπτομαι] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αγγίξει, ανέγγιχτος, άπιαστος … Dictionary of Greek
ακατάληπτος — η, ο (Α ἀκατάληπτος, ον) εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, να κατανοήσει, ο ακατανόητος ή ο πολύ δυσνόητος αρχ. 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξουσιάσει, να τόν κυριέψει 2. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τόν πλησιάσει … Dictionary of Greek
ακράτητος — η, ο (Α ἀκράτητος, ον) [κρατῶ] 1. αυτός που δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί, να συγκρατηθεί 2. ακατάσχετος, βίαιος, ορμητικός 3. αχαλίνωτος, ανυπότακτος, αδάμαστος αρχ. μσν. 1. ο άπιαστος, ο αναφής* 2. ο αήττητος … Dictionary of Greek
ανάλαβος — η, ο (Μ ως ουσιαστικό ἀνάλαβος, ο) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει λαβή ή πιάσιμο για να μπορέσει κανείς να τόν σηκώσει 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν σηκώσει λόγω τού βάρους του, ασήκωτος 3. αυτός που διαφεύγει επιτήδεια κάποια δυσχέρεια, ο … Dictionary of Greek
ανάρπαγος — και χτος, η, ο 1. αυτός που δεν τον άρπαξαν, δεν τον έπιασαν ή δεν μπορούν να τον πιάσουν, άπιαστος, ασύλληπτος 2. αυτός που γίνεται βιαστικά, γρήγορος, απότομος (για κάποιον που τρώει, πίνει κ.λπ. βιαστικά) … Dictionary of Greek
καθάριος — α, ο (AM καθάριος, ον, Α και καθάρειος, ον) καθαρός, παστρικός νεοελλ. 1. σίγουρος, αναπόφευκτος, αυτός που με απόλυτη βεβαιότητα θα συμβεί («αφύσικος πραματευτής καθάριος διακονιάρης» αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα,… … Dictionary of Greek
ασύλληπτος — η, ο επίρρ. α 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να συλλάβει, ο άπιαστος: Οι ληστές παραμένουν ακόμη ασύλληπτοι. 2. αυτός τον οποίο δεν μπορεί να καταλάβει κανείς, ο ακατανόητος: Η φιλοσοφική αυτή άποψη καταντά ασύλληπτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)